- κοσμηματογράφος
- ο1. αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα2. ο διακοσμητής τοίχων, οροφών, δαπέδων ή προσόψεων οικιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + -γράφος (< γράφω), πρβλ. επιστολο-γράφος ιστοριο-γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.