κοσμηματογράφος

κοσμηματογράφος
ο
1. αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα
2. ο διακοσμητής τοίχων, οροφών, δαπέδων ή προσόψεων οικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + -γράφος (< γράφω), πρβλ. επιστολο-γράφος ιστοριο-γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμηματογράφος — ο αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματογραφία — η 1. η τέχνη τού κοσμηματογράφου 2. το τυπογραφικό κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Λύσανδρο Καφταντζόγλου] …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμηματογραφία ή στον κοσμηματογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματογράφος. Η λ., στον τ. κοσμηματογραφική, μαρτυρείται από το 1886 στον Πλάτωνα Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”